- ροκάιγ
- (rocaille). Ονομασία η οποία δίνεται στη Γαλλία σε έργα αγροτικού ρυθμού, κυρίως λουτήρες, συντριβάνια και τεχνητούς βράχους με κούφωμα στο εσωτερικό. Η λέξη προέρχεται από την επίσης γαλλική λέξη roc, που σημαίνει βράχος. Το υλικό των ρ. αποτελείται κυρίως από τεχνητούς σταλλακτίτες και διάφορα πετρώματα. Ο ρυθμός ρ. είχε επικρατήσει τον 17o και 18o αι. στη Γαλλία κυρίως στη διακόσμηση κήπων. Μετά τον 18o αι. με την ίδια ονομασία χαρακτηρίζονται και έπιπλα με καλλιτεχνική διακόσμηση, κυρίως από χαλκό, ασήμι και διάφορους συνδυασμούς πετρωμάτων.
Γαλλικό έπιπλο του 19ου αιώνα, σε ρυθμό ροκάιγ.
* * *το, Νάκλ. τεχνοτροπία διακόσμησης εσωτερικών χώρων χαρακτηριζόμενη από περίτεχνα ελικοειδή μοτίβα που απομιμούνται όστρακα, βράχους, κοράλια και σπείρες.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. rocaille].
Dictionary of Greek. 2013.